φυσιολογείο

φυσιολογείο
το, Ν
(παλ. όρος) επιστημονικό εργαστήριο φυσιολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολόγος + κατάλ. -είο (πρβλ. σχολ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. φυσιολογεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στον Κ. Μ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιολογείο — το επιστημονικό φυσιολογικό εργαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιολογία (βλ. λ.), που είναι της φυσιολογίας, που είναι της βιολογίας, ο βιολογικός: Φυσιολογικό εργαστήριο (το φυσιολογείο). 2. αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση (σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”